προπηλακιζόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προπηλακιζόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προπηλακιζόμενος (→ δείτε προπηλακίζω, ρίχνω λάσπη)
Μετοχή
επεξεργασίαπροπηλακιζόμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος προπηλακίζω
- ⮡ ...ο οποίος μάταια προσπαθούσε να επιτελέσει το έργο του εμποδιζόμενος, υβριζόμενος και προπηλακιζόμενος από εκατοντάδες οπαδούς της...
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προπηλακιζόμενος
|
Μετοχή
επεξεργασίαπροπηλακιζόμενος, -η, -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα (προπηλακίζομαι) του ρήματος προπηλακίζω