επαγγελματικός προσανατολισμός

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο επαγγελματικός προσανατολισμός
      γενική του επαγγελματικού προσανατολισμού
    αιτιατική τον επαγγελματικό προσανατολισμό
     κλητική επαγγελματικέ προσανατολισμέ
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επαγγελματικός προσανατολισμός < (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική orientation professionnelle), → δείτε τις λέξεις επαγγελματικός και προσανατολισμός

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

επαγγελματικός προσανατολισμός αρσενικό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία