Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίφαση οι επιφάσεις
      γενική της επίφασης* των επιφάσεων
    αιτιατική την επίφαση τις επιφάσεις
     κλητική επίφαση επιφάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιφάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επίφαση < (ελληνιστική κοινή) ἐπίφασις < ἐπιφαίνω < ἐπί +φαίνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επίφαση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία