Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιφαίνομαι < αρχαία ελληνική ἐπιφαίνομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐπιφαίνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.piˈfe.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐φαί‐νο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

επιφαίνομαι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία