επιφαίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιφαίνομαι < αρχαία ελληνική ἐπιφαίνομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐπιφαίνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.piˈfe.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐φαί‐νο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαεπιφαίνομαι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιφαίνομαι | επιφαινόμουν(α) | θα επιφαίνομαι | να επιφαίνομαι | επιφαινόμενος | |
β' ενικ. | επιφαίνεσαι | επιφαινόσουν(α) | θα επιφαίνεσαι | να επιφαίνεσαι | (επιφαίνου) | |
γ' ενικ. | επιφαίνεται | επιφαινόταν(ε) | θα επιφαίνεται | να επιφαίνεται | ||
α' πληθ. | επιφαινόμαστε | επιφαινόμαστε επιφαινόμασταν |
θα επιφαινόμαστε | να επιφαινόμαστε | ||
β' πληθ. | επιφαίνεστε | επιφαινόσαστε επιφαινόσασταν |
θα επιφαίνεστε | να επιφαίνεστε | (επιφαίνεστε) | |
γ' πληθ. | επιφαίνονται | επιφαίνονταν επιφαινόντουσαν |
θα επιφαίνονται | να επιφαίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιφάνηκα | θα επιφανώ | να επιφανώ | επιφανεί | ||
β' ενικ. | επιφάνηκες | θα επιφανείς | να επιφανείς | επιφάνου | ||
γ' ενικ. | επιφάνηκε | θα επιφανεί | να επιφανεί | |||
α' πληθ. | επιφανήκαμε | θα επιφανούμε | να επιφανούμε | |||
β' πληθ. | επιφανήκατε | θα επιφανείτε | να επιφανείτε | επιφανείτε | ||
γ' πληθ. | επιφάνηκαν επιφανήκαν(ε) |
θα επιφανούν(ε) | να επιφανούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επιφανεί | είχα επιφανεί | θα έχω επιφανεί | να έχω επιφανεί | ||
β' ενικ. | έχεις επιφανεί | είχες επιφανεί | θα έχεις επιφανεί | να έχεις επιφανεί | ||
γ' ενικ. | έχει επιφανεί | είχε επιφανεί | θα έχει επιφανεί | να έχει επιφανεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επιφανεί | είχαμε επιφανεί | θα έχουμε επιφανεί | να έχουμε επιφανεί | ||
β' πληθ. | έχετε επιφανεί | είχατε επιφανεί | θα έχετε επιφανεί | να έχετε επιφανεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επιφανεί | είχαν επιφανεί | θα έχουν επιφανεί | να έχουν επιφανεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιφαίνομαι
|