επιφαινόμενο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιφαινόμενο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπιφαινόμενο ουδέτερο
- καθετί φαινόμενο, κοινωνικό ή φυσικό, που γίνεται αντιληπτό από τις ανθρώπινες αισθήσεις (χωρίς να σημαίνει πως αγγίζεται η βαθύτερη αιτία του)
- πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα αίτια της αρρώστιας και όχι απλώς τα επιφαινόμενά της (δηλαδή τη συμπτωματολογία της)
- δευτερογενής και δευτερεύουσα εκδήλωση πιο θεμελιώδους πράγματος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιφαινόμενο
|