επιφαινομεναλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιφαινομεναλισμός < επιφαινόμενος + -ισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιφαινομεναλισμός αρσενικό
- φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία η συνείδηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά επιφαινόμενο, δηλαδή πρόσθετο επακόλουθο ή συν-εκδηλωμένο φαινόμενο των νευρικών και φυσιολογικών γενικότερα λειτουργιών
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιφαινομεναλισμός