Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

veneer (en)

  1. καπλαμάς
  2. dental veneers, porcelain veneers, dental porcelain: οδοντικές θήκες, μειωτικά: πλακάκια
  3. (μεταφορικά) επίφαση