Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καπλαμάς οι καπλαμάδες
      γενική του καπλαμά των καπλαμάδων
    αιτιατική τον καπλαμά τους καπλαμάδες
     κλητική καπλαμά καπλαμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καπλαμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική kaplama +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καπλαμάς αρσενικό

  1. λεπτό φύλλο ξύλου (και ξυλόφυλλο) που χρησιμοποιείται για να καλύψει μία επιφάνεια συνήθως ξύλινη
  2. (κατ’ επέκταση) το υλικό που προκύπτει από την επικάλυψη και το οποίο θεωρείται ξύλο κατώτερης ποιότητας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία