καπλαμάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καπλαμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική kaplama + -ς
Ουσιαστικό επεξεργασία
καπλαμάς αρσενικό
- λεπτό φύλλο ξύλου (και ξυλόφυλλο) που χρησιμοποιείται για να καλύψει μία επιφάνεια συνήθως ξύλινη
- (κατ’ επέκταση) το υλικό που προκύπτει από την επικάλυψη και το οποίο θεωρείται ξύλο κατώτερης ποιότητας
Δείτε επίσης επεξεργασία
- καπλαμάς στη Βικιπαίδεια