↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίσχεση οι επισχέσεις
      γενική της επίσχεσης* των επισχέσεων
    αιτιατική την επίσχεση τις επισχέσεις
     κλητική επίσχεση επισχέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επισχέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επίσχεση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίσχε(σις) + -ση < ἐπέχω < ἐπί + ἔχω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επίσχεση θηλυκό (λόγιο)

  1. αναβολή, καθυστέρηση
  2. διακοπή, σταμάτημα
  3. (ιατρική) η κατακράτηση και μη αποβολή, για διάφορες αιτίες, υλικού από ανθρώπινα όργανα
    ⮡  επίσχεση αερίων/κοπράνων/ούρων

Εκφράσεις

επεξεργασία

(νομικός όρος)

  1. επίσχεση εργασίας: μορφή απεργίας που γίνεται με αίτημα την καταβολή δεδουλευμένων Κέντρο Πληροφόρησης Εργαζομένων & Ανέργων της Γ.Σ.Ε.Ε.
  2. δικαίωμα επίσχεσης: το δικαίωμα που έχει αυτός που χρωστάει να αρνηθεί την αποπληρωμή του οφειλόμενου ποσού, για όσο χρόνο ο δανειστής δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς τον οφειλέτη

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία