ενικός         πληθυντικός  
attachment attachments

  Ετυμολογία

επεξεργασία
attachment < attach + -ment

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

attachment (en)

  1. (μετρήσιμο, πληροφορική) η επισύναψη, ένα συνημμένο αρχείο
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο δεσμός, αίσθημα αγάπης για κάποιον ή κάτι
    ⮡  her attachment to her father - ο δεσμός της με τον πατέρα της