επίδικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επίδικος | η | επίδικη | το | επίδικο |
γενική | του | επίδικου | της | επίδικης | του | επίδικου |
αιτιατική | τον | επίδικο | την | επίδικη | το | επίδικο |
κλητική | επίδικε | επίδικη | επίδικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επίδικοι | οι | επίδικες | τα | επίδικα |
γενική | των | επίδικων | των | επίδικων | των | επίδικων |
αιτιατική | τους | επίδικους | τις | επίδικες | τα | επίδικα |
κλητική | επίδικοι | επίδικες | επίδικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επίδικος < αρχαία ελληνική ἐπίδικος < ἐπί + δίκη (3. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική litigieux)
Επίθετο
επεξεργασίαεπίδικος, -η, -ο
- που βρίσκεται στην κρίση του δικαστηρίου
- που διεκδικείται στο δικαστήριο, σε δίκη
- επίμαχος