επάλληλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επάλληλος < αρχαία ελληνική ἐπάλληλος ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά superposé ή (αρχαία ελληνικά) ὑπάλληλος)
Επίθετο
επεξεργασίαεπάλληλος, -η, -ο
- κάτι που βρίσκεται πάνω σε κάτι όμοιο
- επάλληλα πεδία και επιφάνειες
- ο διαδοχικός, αυτός που είναι συνεχής, που γίνεται ο ένας μετά τον άλλο
- επάλληλη κλιμάκωση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επάλληλος