επανωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επανωτός | η | επανωτή | το | επανωτό |
γενική | του | επανωτού | της | επανωτής | του | επανωτού |
αιτιατική | τον | επανωτό | την | επανωτή | το | επανωτό |
κλητική | επανωτέ | επανωτή | επανωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επανωτοί | οι | επανωτές | τα | επανωτά |
γενική | των | επανωτών | των | επανωτών | των | επανωτών |
αιτιατική | τους | επανωτούς | τις | επανωτές | τα | επανωτά |
κλητική | επανωτοί | επανωτές | επανωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεπανωτός
- (λόγιο) άλλη μορφή του απανωτός
Μεταφράσεις
επεξεργασία επανωτός
→ δείτε τη λέξη απανωτός |