επανωτά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επανωτά < επανωτ(ός) + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
επανωτά
- (λόγιο) άλλη μορφή του απανωτά
Μεταφράσεις επεξεργασία
επανωτά
→ δείτε τη λέξη απανωτά |
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
επανωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επανωτός