Δείτε επίσης: επάλληλος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό & θηλυκό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐπάλληλος ἐπαλλήλη τὸ ἐπάλληλον
      γενική τοῦ/τῆς ἐπαλλήλου τῆς ἐπαλλήλης τοῦ ἐπαλλήλου
      δοτική τῷ/τῇ ἐπαλλήλ τῇ ἐπαλλήλ τῷ ἐπαλλήλ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐπάλληλον τὴν ἐπαλλήλην τὸ ἐπάλληλον
     κλητική ! ἐπάλληλε ἐπαλλήλη ἐπάλληλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐπάλληλοι αἱ ἐπάλληλαι τὰ ἐπάλληλ
      γενική τῶν ἐπαλλήλων τῶν ἐπαλλήλων τῶν ἐπαλλήλων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐπαλλήλοις ταῖς ἐπαλλήλαις τοῖς ἐπαλλήλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐπαλλήλους τὰς ἐπαλλήλᾱς τὰ ἐπάλληλ
     κλητική ! ἐπάλληλοι ἐπάλληλαι ἐπάλληλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπαλλήλω τὼ ἐπαλλήλ τὼ ἐπαλλήλω
      γεν-δοτ τοῖν ἐπαλλήλοιν τοῖν ἐπαλλήλαιν τοῖν ἐπαλλήλοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'φρόνιμος' όπως «φρόνιμος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπάλληλος < ἐπ- + ἀλλήλων < ἄλλος

  Επίθετο επεξεργασία

ἐπάλληλος, -ος/-η, -ον

  1. ο ένας μετά τον άλλον
  2. συνεχής

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία