εξωιδρυματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξωιδρυματικός < εξω- + ιδρυματικός
Επίθετο
επεξεργασίαεξωιδρυματικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τις υπηρεσίες ή τη δραστηριότητα ενός φορέα (νοσηλευτικού, υγειονομικού, σωφρονιστικού κ.λπ. ιδρύματος), όταν αυτές παρέχονται ή επιτελούνται έξω, μακριά από αυτόν (π.χ. στην κατοικία)
- μετά το σοβαρό ατύχημα που της συνέβη, έχει μόνιμη ανάγκη φροντίδας από κάποιο πρόσωπο, γι' αυτό λαμβάνει ως βοήθημα ένα εξωιδρυματικό επίδομα, ώστε να αντεπεξέλθει στα έξοδα
- η παροχή κοινωφελούς εργασίας, αντί για εγκλεισμό στη φυλακή, δίνεται πλέον σε ορισμένες περιπτώσεις ως εναλλακτική εξωιδρυματική έκτιση της ποινής
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξωιδρυματικός
|