Δείτε επίσης: εξιδρωματικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωιδρυματικός η εξωιδρυματική το εξωιδρυματικό
      γενική του εξωιδρυματικού της εξωιδρυματικής του εξωιδρυματικού
    αιτιατική τον εξωιδρυματικό την εξωιδρυματική το εξωιδρυματικό
     κλητική εξωιδρυματικέ εξωιδρυματική εξωιδρυματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωιδρυματικοί οι εξωιδρυματικές τα εξωιδρυματικά
      γενική των εξωιδρυματικών των εξωιδρυματικών των εξωιδρυματικών
    αιτιατική τους εξωιδρυματικούς τις εξωιδρυματικές τα εξωιδρυματικά
     κλητική εξωιδρυματικοί εξωιδρυματικές εξωιδρυματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξωιδρυματικός < εξω- + ιδρυματικός

  Επίθετο

επεξεργασία

εξωιδρυματικός, -ή, -ό

  • που σχετίζεται με τις υπηρεσίες ή τη δραστηριότητα ενός φορέα (νοσηλευτικού, υγειονομικού, σωφρονιστικού κ.λπ. ιδρύματος), όταν αυτές παρέχονται ή επιτελούνται έξω, μακριά από αυτόν (π.χ. στην κατοικία)
    μετά το σοβαρό ατύχημα που της συνέβη, έχει μόνιμη ανάγκη φροντίδας από κάποιο πρόσωπο, γι' αυτό λαμβάνει ως βοήθημα ένα εξωιδρυματικό επίδομα, ώστε να αντεπεξέλθει στα έξοδα
    η παροχή κοινωφελούς εργασίας, αντί για εγκλεισμό στη φυλακή, δίνεται πλέον σε ορισμένες περιπτώσεις ως εναλλακτική εξωιδρυματική έκτιση της ποινής

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία