ελαστομερής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ελαστομερής | η | ελαστομερής | το | ελαστομερές |
γενική | του | ελαστομερούς* | της | ελαστομερούς | του | ελαστομερούς |
αιτιατική | τον | ελαστομερή | την | ελαστομερή | το | ελαστομερές |
κλητική | ελαστομερή(ς) | ελαστομερής | ελαστομερές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ελαστομερείς | οι | ελαστομερείς | τα | ελαστομερή |
γενική | των | ελαστομερών | των | ελαστομερών | των | ελαστομερών |
αιτιατική | τους | ελαστομερείς | τις | ελαστομερείς | τα | ελαστομερή |
κλητική | ελαστομερείς | ελαστομερείς | ελαστομερή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελαστομερής < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική elastomer < ελληνιστική κοινή ἐλαστός + αρχαία ελληνική μέρος
Επίθετο επεξεργασία
ελαστομερής
- για πολυμερές υλικό που παρουσιάζει κάποια ελαστικότητα
Συγγενικά επεξεργασία
- ελαστομερές
- → δείτε τις λέξεις ελαστικός, ελαύνω και μέρος
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελαστομερής