ελαστομερές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελαστομερές < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική elastomer < ελληνιστική κοινή ἐλαστός + αρχαία ελληνική μέρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαελαστομερές ουδέτερο
- πολυμερές υλικό που παρουσιάζει κάποια ελαστικότητα
Συγγενικά
επεξεργασία- ελαστομερής
- → δείτε τις λέξεις ελαστικός, ελαύνω και μέρος