Δείτε επίσης: ἐκφαυλισμός, εκμαυλισμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκφαυλισμός οι εκφαυλισμοί
      γενική του εκφαυλισμού των εκφαυλισμών
    αιτιατική τον εκφαυλισμό τους εκφαυλισμούς
     κλητική εκφαυλισμέ εκφαυλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκφαυλισμός < ελληνιστική κοινή ἐκφαυλισμός < ἐκφαυλίζω < αρχαία ελληνική φαῦλος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ek.fa.vliˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐φαυ‐λι‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκφαυλισμός αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία