εκφαυλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκφαυλισμός < ελληνιστική κοινή ἐκφαυλισμός < ἐκφαυλίζω < αρχαία ελληνική φαῦλος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ek.fa.vliˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐φαυ‐λι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκφαυλισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκφαυλίζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: εκφαυλίζω
- εκφαυλισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκφαυλισμός