ἐκφαυλισμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἐκφαυλισμός | οἱ | ἐκφαυλισμοί | ||||
γενική | τοῦ | ἐκφαυλισμοῦ | τῶν | ἐκφαυλισμῶν | ||||
δοτική | τῷ | ἐκφαυλισμῷ | τοῖς | ἐκφαυλισμοῖς | ||||
αιτιατική | τὸν | ἐκφαυλισμόν | τοὺς | ἐκφαυλισμούς | ||||
κλητική ὦ! | ἐκφαυλισμέ | ἐκφαυλισμοί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐκφαυλισμώ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐκφαυλισμοῖν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἐκφαυλισμός αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- ἐκφαυλισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.