Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκφαύλιση οι εκφαυλίσεις
      γενική της εκφαύλισης* των εκφαυλίσεων
    αιτιατική την εκφαύλιση τις εκφαυλίσεις
     κλητική εκφαύλιση εκφαυλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκφαυλίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκφαύλιση < εκφαυλίζω + -ση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ekˈfa.vli.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐φαύ‐λι‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκφαύλιση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία