εκφαυλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκφαυλίζω < ελληνιστική κοινή ἐκφαυλίζω < αρχαία ελληνική φαῦλος
Ρήμα
επεξεργασίαεκφαυλίζω (παθητική φωνή: εκφαυλίζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- εκφαύλιση
- εκφαυλισμένος
- εκφαυλισμός
- εκφαυλιστής
- εκφαυλιστικός
- → δείτε τις λέξεις εκ και φαύλος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκφαυλίζω | εκφαύλιζα | θα εκφαυλίζω | να εκφαυλίζω | εκφαυλίζοντας | |
β' ενικ. | εκφαυλίζεις | εκφαύλιζες | θα εκφαυλίζεις | να εκφαυλίζεις | εκφαύλιζε | |
γ' ενικ. | εκφαυλίζει | εκφαύλιζε | θα εκφαυλίζει | να εκφαυλίζει | ||
α' πληθ. | εκφαυλίζουμε | εκφαυλίζαμε | θα εκφαυλίζουμε | να εκφαυλίζουμε | ||
β' πληθ. | εκφαυλίζετε | εκφαυλίζατε | θα εκφαυλίζετε | να εκφαυλίζετε | εκφαυλίζετε | |
γ' πληθ. | εκφαυλίζουν(ε) | εκφαύλιζαν εκφαυλίζαν(ε) |
θα εκφαυλίζουν(ε) | να εκφαυλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκφαύλισα | θα εκφαυλίσω | να εκφαυλίσω | εκφαυλίσει | ||
β' ενικ. | εκφαύλισες | θα εκφαυλίσεις | να εκφαυλίσεις | εκφαύλισε | ||
γ' ενικ. | εκφαύλισε | θα εκφαυλίσει | να εκφαυλίσει | |||
α' πληθ. | εκφαυλίσαμε | θα εκφαυλίσουμε | να εκφαυλίσουμε | |||
β' πληθ. | εκφαυλίσατε | θα εκφαυλίσετε | να εκφαυλίσετε | εκφαυλίστε | ||
γ' πληθ. | εκφαύλισαν εκφαυλίσαν(ε) |
θα εκφαυλίσουν(ε) | να εκφαυλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκφαυλίσει | είχα εκφαυλίσει | θα έχω εκφαυλίσει | να έχω εκφαυλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκφαυλίσει | είχες εκφαυλίσει | θα έχεις εκφαυλίσει | να έχεις εκφαυλίσει | έχε εκφαυλισμένο | |
γ' ενικ. | έχει εκφαυλίσει | είχε εκφαυλίσει | θα έχει εκφαυλίσει | να έχει εκφαυλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκφαυλίσει | είχαμε εκφαυλίσει | θα έχουμε εκφαυλίσει | να έχουμε εκφαυλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκφαυλίσει | είχατε εκφαυλίσει | θα έχετε εκφαυλίσει | να έχετε εκφαυλίσει | έχετε εκφαυλισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν εκφαυλίσει | είχαν εκφαυλίσει | θα έχουν εκφαυλίσει | να έχουν εκφαυλίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εκφαυλισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εκφαυλισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εκφαυλισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εκφαυλισμένο |
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- εκφαυλίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- εκφαυλίζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)