Δείτε επίσης: ἐκφαυλίζω, εκμαυλίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκφαυλίζω < ελληνιστική κοινή ἐκφαυλίζω < αρχαία ελληνική φαῦλος

  Ρήμα επεξεργασία

εκφαυλίζω (παθητική φωνή: εκφαυλίζομαι)

  1. κάνω κάτι χειρότερο, φαύλο
  2. διαφθείρω, εξαχρειώνω (από ηθική άποψη)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία