εκφαυλίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεκφαυλίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος εκφαυλίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκφαυλίζομαι | εκφαυλιζόμουν(α) | θα εκφαυλίζομαι | να εκφαυλίζομαι | ||
β' ενικ. | εκφαυλίζεσαι | εκφαυλιζόσουν(α) | θα εκφαυλίζεσαι | να εκφαυλίζεσαι | (εκφαυλίζου) | |
γ' ενικ. | εκφαυλίζεται | εκφαυλιζόταν(ε) | θα εκφαυλίζεται | να εκφαυλίζεται | ||
α' πληθ. | εκφαυλιζόμαστε | εκφαυλιζόμαστε εκφαυλιζόμασταν |
θα εκφαυλιζόμαστε | να εκφαυλιζόμαστε | ||
β' πληθ. | εκφαυλίζεστε | εκφαυλιζόσαστε εκφαυλιζόσασταν |
θα εκφαυλίζεστε | να εκφαυλίζεστε | (εκφαυλίζεστε) | |
γ' πληθ. | εκφαυλίζονται | εκφαυλίζονταν εκφαυλιζόντουσαν |
θα εκφαυλίζονται | να εκφαυλίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκφαυλίστηκα | θα εκφαυλιστώ | να εκφαυλιστώ | εκφαυλιστεί | ||
β' ενικ. | εκφαυλίστηκες | θα εκφαυλιστείς | να εκφαυλιστείς | εκφαυλίσου | ||
γ' ενικ. | εκφαυλίστηκε | θα εκφαυλιστεί | να εκφαυλιστεί | |||
α' πληθ. | εκφαυλιστήκαμε | θα εκφαυλιστούμε | να εκφαυλιστούμε | |||
β' πληθ. | εκφαυλιστήκατε | θα εκφαυλιστείτε | να εκφαυλιστείτε | εκφαυλιστείτε | ||
γ' πληθ. | εκφαυλίστηκαν εκφαυλιστήκαν(ε) |
θα εκφαυλιστούν(ε) | να εκφαυλιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκφαυλιστεί | είχα εκφαυλιστεί | θα έχω εκφαυλιστεί | να έχω εκφαυλιστεί | εκφαυλισμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκφαυλιστεί | είχες εκφαυλιστεί | θα έχεις εκφαυλιστεί | να έχεις εκφαυλιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκφαυλιστεί | είχε εκφαυλιστεί | θα έχει εκφαυλιστεί | να έχει εκφαυλιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκφαυλιστεί | είχαμε εκφαυλιστεί | θα έχουμε εκφαυλιστεί | να έχουμε εκφαυλιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκφαυλιστεί | είχατε εκφαυλιστεί | θα έχετε εκφαυλιστεί | να έχετε εκφαυλιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκφαυλιστεί | είχαν εκφαυλιστεί | θα έχουν εκφαυλιστεί | να έχουν εκφαυλιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκφαυλίζομαι
|