Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκφαυλισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκφαυλισμέν
ος
η
εκφαυλισμέν
η
το
εκφαυλισμέν
ο
γενική
του
εκφαυλισμέν
ου
της
εκφαυλισμέν
ης
του
εκφαυλισμέν
ου
αιτιατική
τον
εκφαυλισμέν
ο
την
εκφαυλισμέν
η
το
εκφαυλισμέν
ο
κλητική
εκφαυλισμέν
ε
εκφαυλισμέν
η
εκφαυλισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκφαυλισμέν
οι
οι
εκφαυλισμέν
ες
τα
εκφαυλισμέν
α
γενική
των
εκφαυλισμέν
ων
των
εκφαυλισμέν
ων
των
εκφαυλισμέν
ων
αιτιατική
τους
εκφαυλισμέν
ους
τις
εκφαυλισμέν
ες
τα
εκφαυλισμέν
α
κλητική
εκφαυλισμέν
οι
εκφαυλισμέν
ες
εκφαυλισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκφαυλισμένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εκφαυλίζω
Μετοχή
επεξεργασία
εκφαυλισμένος, -η, -ο
που έχει
εκφαυλιστεί
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
εκφαυλίζω
και
φαύλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκφαυλισμένος
αγγλικά
:
corrupt
(en)