εκφαυλιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκφαυλιστικός < εκφαυλιστής + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
εκφαυλιστικός
- που έχει σχέση με τον εκφαυλισμό ή τον εκφαυλιστή ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκφαυλιστικός