εθνολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εθνολογικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ethnologique < ethnologie < αρχαία ελληνική ἔθνος + λέγω
Επίθετο
επεξεργασίαεθνολογικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εθνολογικός