Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛt.nɔ.lɔ.ʒik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ethnologique ethnologiques

ethnologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό