Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εθνολόγος οι εθνολόγοι
      γενική του/της εθνολόγου των εθνολόγων
    αιτιατική τον/την εθνολόγο τους/τις εθνολόγους
     κλητική εθνολόγε εθνολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εθνολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ethnologue < αρχαία ελληνική ἔθνος + λόγος. Μορφολογικά αναλύεται σε (έθνος) εθνο- + -λόγος.[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.θnoˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐θνο‐λό‐γος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εθνολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις έθνος και λόγος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία