εθνολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαεθνολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ethnologue < αρχαία ελληνική ἔθνος + λόγος. Μορφολογικά αναλύεται σε (έθνος) εθνο- + -λόγος.[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.θnoˈlo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐θνο‐λό‐γος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεθνολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- που ειδικεύεται στην εθνολογία
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις έθνος και λόγος
Μεταφράσεις
επεξεργασία εθνολόγος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εθνολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας