↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εθνοκάθαρση οι εθνοκαθάρσεις
      γενική της εθνοκάθαρσης* των εθνοκαθάρσεων
    αιτιατική την εθνοκάθαρση τις εθνοκαθάρσεις
     κλητική εθνοκάθαρση εθνοκαθάρσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εθνοκαθάρσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εθνοκάθαρση < έθνος + κάθαρση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εθνοκάθαρση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία