↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγκαιροφλεγής η εγκαιροφλεγής το εγκαιροφλεγές
      γενική του εγκαιροφλεγούς* της εγκαιροφλεγούς του εγκαιροφλεγούς
    αιτιατική τον εγκαιροφλεγή την εγκαιροφλεγή το εγκαιροφλεγές
     κλητική εγκαιροφλεγή(ς) εγκαιροφλεγής εγκαιροφλεγές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγκαιροφλεγείς οι εγκαιροφλεγείς τα εγκαιροφλεγή
      γενική των εγκαιροφλεγών των εγκαιροφλεγών των εγκαιροφλεγών
    αιτιατική τους εγκαιροφλεγείς τις εγκαιροφλεγείς τα εγκαιροφλεγή
     κλητική εγκαιροφλεγείς εγκαιροφλεγείς εγκαιροφλεγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εγκαιροφλεγής < έγκαιρ(ος) + -ο-+ φλέγ(ομαι) + -ής [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

εγκαιροφλεγής

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία