εγκαιροφλεγής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εγκαιροφλεγής | η | εγκαιροφλεγής | το | εγκαιροφλεγές |
γενική | του | εγκαιροφλεγούς* | της | εγκαιροφλεγούς | του | εγκαιροφλεγούς |
αιτιατική | τον | εγκαιροφλεγή | την | εγκαιροφλεγή | το | εγκαιροφλεγές |
κλητική | εγκαιροφλεγή(ς) | εγκαιροφλεγής | εγκαιροφλεγές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εγκαιροφλεγείς | οι | εγκαιροφλεγείς | τα | εγκαιροφλεγή |
γενική | των | εγκαιροφλεγών | των | εγκαιροφλεγών | των | εγκαιροφλεγών |
αιτιατική | τους | εγκαιροφλεγείς | τις | εγκαιροφλεγείς | τα | εγκαιροφλεγή |
κλητική | εγκαιροφλεγείς | εγκαιροφλεγείς | εγκαιροφλεγή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εγκαιροφλεγής < έγκαιρ(ος) + -ο-+ φλέγ(ομαι) + -ής [1]
Επίθετο
επεξεργασίαεγκαιροφλεγής
- (για οβίδα, βλήματα) που αναφλέγεται έγκαιρα, στην κατάλληλη ή προγραμματισμένη στιγμή
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εγκαιροφλεγής
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εγκαιροφλεγής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας