Δείτε επίσης: δυσφώτιστος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσφωτικός η δυσφωτική το δυσφωτικό
      γενική του δυσφωτικού της δυσφωτικής του δυσφωτικού
    αιτιατική τον δυσφωτικό τη δυσφωτική το δυσφωτικό
     κλητική δυσφωτικέ δυσφωτική δυσφωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσφωτικοί οι δυσφωτικές τα δυσφωτικά
      γενική των δυσφωτικών των δυσφωτικών των δυσφωτικών
    αιτιατική τους δυσφωτικούς τις δυσφωτικές τα δυσφωτικά
     κλητική δυσφωτικοί δυσφωτικές δυσφωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσφωτικός < δυσ- + φως + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   [πιθανό λόγιο ενδογενές δάνειο από dysphotic ;]

  Επίθετο

επεξεργασία

δυσφωτικός, -ή, -ό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία