δυσφωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσφωτικός < δυσ- + φως + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; [πιθανό λόγιο ενδογενές δάνειο από dysphotic ;]
Επίθετο
επεξεργασίαδυσφωτικός, -ή, -ό
- που δεν έχει αρκετό φως για τη φωτοσύνθεση, που επαρκεί όμως για την όραση (συνήθως αναφέρεται σε θαλάσσια περιοχή)
- δυσφωτική ζώνη