↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευφωτικός η ευφωτική το ευφωτικό
      γενική του ευφωτικού της ευφωτικής του ευφωτικού
    αιτιατική τον ευφωτικό την ευφωτική το ευφωτικό
     κλητική ευφωτικέ ευφωτική ευφωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευφωτικοί οι ευφωτικές τα ευφωτικά
      γενική των ευφωτικών των ευφωτικών των ευφωτικών
    αιτιατική τους ευφωτικούς τις ευφωτικές τα ευφωτικά
     κλητική ευφωτικοί ευφωτικές ευφωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευφωτικός < ευ- + φως + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   [πιθανό λόγιο ενδογενές δάνειο από euphotic ;]

  Επίθετο

επεξεργασία

ευφωτικός, -ή, -ό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία