ευφωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευφωτικός < ευ- + φως + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; [πιθανό λόγιο ενδογενές δάνειο από euphotic ;]
Επίθετο επεξεργασία
ευφωτικός, -ή, -ό
- που έχει επαρκές φως για να επιτελεστεί φωτοσύνθεση (συνήθως αναφέρεται σε θαλάσσια περιοχή)
- ευφωτική ζώνη
- → χρειάζεται παράθεμα