δυσανεκτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσανεκτικός < δυσ- + ανεκτικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική intolérant)
Επίθετο
επεξεργασίαδυσανεκτικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δυσανεκτικός