↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσανεκτικός η δυσανεκτική το δυσανεκτικό
      γενική του δυσανεκτικού της δυσανεκτικής του δυσανεκτικού
    αιτιατική τον δυσανεκτικό τη δυσανεκτική το δυσανεκτικό
     κλητική δυσανεκτικέ δυσανεκτική δυσανεκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσανεκτικοί οι δυσανεκτικές τα δυσανεκτικά
      γενική των δυσανεκτικών των δυσανεκτικών των δυσανεκτικών
    αιτιατική τους δυσανεκτικούς τις δυσανεκτικές τα δυσανεκτικά
     κλητική δυσανεκτικοί δυσανεκτικές δυσανεκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσανεκτικός < δυσ- + ανεκτικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική intolérant)

  Επίθετο

επεξεργασία

δυσανεκτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία