intolérant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intolérant | intolérants |
θηλυκό | intolérante | intolérantes |
Ουσιαστικό επεξεργασία
intolérant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intolérant | intolérants |
θηλυκό | intolérante | intolérantes |
intolérant (fr)