Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δρόμωνας οι δρόμωνες
      γενική του δρόμωνα των δρομώνων
    αιτιατική τον δρόμωνα τους δρόμωνες
     κλητική δρόμωνα δρόμωνες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Βυζαντινός δρόμωνας.

  Ετυμολογία επεξεργασία

δρόμωνας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δρόμων < αρχαία ελληνική δρόμος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈðɾo.mo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δρόμ‐μω‐νας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δρόμωνας αρσενικό

  1. (ιστορία, ναυτικός όρος) ιστιοφόρο πλοίο με κουπιά στα χρόνια του Βυζαντίου
  2. (ναυτικός όρος) παλαιότερη ονομασία ταχυκίνητων πολεμικών πλοίων αντί του όρου αντιτορπιλικό, ή του σύγχρονου κορβέτα

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία