Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δοκοθήκη οι δοκοθήκες
      γενική της δοκοθήκης των δοκοθηκών
    αιτιατική τη δοκοθήκη τις δοκοθήκες
     κλητική δοκοθήκη δοκοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Δοκοθήκη κάθετης δοκού.

  Ετυμολογία επεξεργασία

δοκοθήκη < ελληνιστική κοινή δοκοθήκη. Μορφολογικά αναλύεται σε δοκ(ός) + -ο- + -θήκη.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðo.koˈθi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δο‐κο‐θή‐κη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δοκοθήκη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δοκοθήκη αἱ δοκοθῆκαι
      γενική τῆς δοκοθήκης τῶν δοκοθηκῶν
      δοτική τῇ δοκοθήκ ταῖς δοκοθήκαις
    αιτιατική τὴν δοκοθήκην τὰς δοκοθήκᾱς
     κλητική ! δοκοθήκη δοκοθῆκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δοκοθήκ
γεν-δοτ τοῖν  δοκοθήκαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δοκοθήκη (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική δοκ(ός) + -ο- + -θήκη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δοκοθήκη θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία