ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δοκοθήκη αἱ δοκοθῆκαι
      γενική τῆς δοκοθήκης τῶν δοκοθηκῶν
      δοτική τῇ δοκοθήκ ταῖς δοκοθήκαις
    αιτιατική τὴν δοκοθήκην τὰς δοκοθήκᾱς
     κλητική ! δοκοθήκη δοκοθῆκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δοκοθήκ
γεν-δοτ τοῖν  δοκοθήκαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δοκοθήκη θηλυκό