δοκοθήκη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δοκοθήκη < ελληνιστική κοινή δοκοθήκη. Μορφολογικά αναλύεται σε δοκ(ός) + -ο- + -θήκη.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðo.koˈθi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δο‐κο‐θή‐κη
Ουσιαστικό επεξεργασία
δοκοθήκη θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
δοκοθήκη
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δοκοθήκη | αἱ | δοκοθῆκαι | ||||
γενική | τῆς | δοκοθήκης | τῶν | δοκοθηκῶν | ||||
δοτική | τῇ | δοκοθήκῃ | ταῖς | δοκοθήκαις | ||||
αιτιατική | τὴν | δοκοθήκην | τὰς | δοκοθήκᾱς | ||||
κλητική ὦ! | δοκοθήκη | δοκοθῆκαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δοκοθήκᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | δοκοθήκαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δοκοθήκη (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική δοκ(ός) + -ο- + -θήκη
Ουσιαστικό επεξεργασία
δοκοθήκη θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) πέτρα με τρύπα ως δοκοθήκη για την τοποθέτηση της δοκού της στέγης
Πηγές επεξεργασία
- δοκοθήκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.