Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διωχθείς
διωχθέντας
η διωχθείσα το διωχθέν
      γενική του διωχθέντος
διωχθέντα
της διωχθείσας
διωχθείσης*
του διωχθέντος
    αιτιατική τον διωχθέντα τη διωχθείσα το διωχθέν
     κλητική διωχθείς
διωχθέντα
διωχθείσα διωχθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διωχθέντες οι διωχθείσες τα διωχθέντα
      γενική των διωχθέντων των διωχθεισών των διωχθέντων
    αιτιατική τους διωχθέντες τις διωχθείσες τα διωχθέντα
     κλητική διωχθέντες διωχθείσες διωχθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
διωχθείς < αρχαία ελληνική διωχθείς, μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος διώκω

  Μετοχή επεξεργασία

διωχθείς

Συνώνυμα επεξεργασία

  • διωγμένος (που διώχτηκε από τόπο ή σχέση, αλλά όχι από καθεστώτα)

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

διωχθείς: ρηματικός τύπος

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διωχθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διώκομαι, παθητική φωνή του διώκω
  2. θα διωχθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διώκομαι, παθητική φωνή του διώκω



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα