διωχθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διωχθείς & διωχθέντας |
η | διωχθείσα | το | διωχθέν |
γενική | του | διωχθέντος & διωχθέντα |
της | διωχθείσας & διωχθείσης* |
του | διωχθέντος |
αιτιατική | τον | διωχθέντα | τη | διωχθείσα | το | διωχθέν |
κλητική | διωχθείς & διωχθέντα |
διωχθείσα | διωχθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διωχθέντες | οι | διωχθείσες | τα | διωχθέντα |
γενική | των | διωχθέντων | των | διωχθεισών | των | διωχθέντων |
αιτιατική | τους | διωχθέντες | τις | διωχθείσες | τα | διωχθέντα |
κλητική | διωχθέντες | διωχθείσες | διωχθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
επεξεργασίαδιωχθείς
- (λόγιο) μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος διώκω: διωγμένος, που διώχθηκε από ένα τόπο, που υπέστη διώξεις, πολιτικές, ποινικές, κοινωνικές
- ⮡ οι διωχθέντες από την απριλιανή χούντα
- άλλες μορφές: διωχθέντας
Συνώνυμα
επεξεργασία- διωγμένος (που διώχτηκε από τόπο ή σχέση, αλλά όχι από καθεστώτα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- διωχθείς: ρηματικός τύπος
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαδιωχθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διώκομαι, παθητική φωνή του διώκω
- θα διωχθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διώκομαι, παθητική φωνή του διώκω