διμήνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διμήνι | τα | διμήνια |
γενική | του | διμηνιού | των | διμηνιών |
αιτιατική | το | διμήνι | τα | διμήνια |
κλητική | διμήνι | διμήνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διμήνι < δίμηνος + -ι < αρχαία ελληνική δίμηνος < δι- + μήν < πρωτοελληνική *méns < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mḗh₁n̥s < *meh₁- (μετρώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιμήνι ουδέτερο
- (βοτανική) είδος σιταριού που ωριμάζει και θερίζεται δύο μήνες μετά τη σπορά του
- Το διμήνι το σπέρνουν την άνοιξη.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διμήνι
|