τριμήνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τριμήνι < τρίμηνος.
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριμήνι ουδέτερο
- Είδος σιταριού που ωριμάζει και θερίζεται τρεις μήνες μετά τη σπορά του.
- Το τριμήνι το σπέρνουν την άνοιξη.
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τριμήνι
|