διατελέσας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διατελέσας | η | διατελέσασα | το | διατελέσαν |
γενική | του | διατελέσαντος & διατελέσαντα1 |
της | διατελέσασας & διατελεσάσης* |
του | διατελέσαντος |
αιτιατική | τον | διατελέσαντα | τη | διατελέσασα | το | διατελέσαν |
κλητική | διατελέσας | διατελέσασα | διατελέσαν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διατελέσαντες | οι | διατελέσασες | τα | διατελέσαντα |
γενική | των | διατελεσάντων | των | διατελεσασών | των | διατελεσάντων |
αιτιατική | τους | διατελέσαντες | τις | διατελέσασες | τα | διατελέσαντα |
κλητική | διατελέσαντες | διατελέσασες | διατελέσαντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «κλέψας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διατελέσας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διατελέσας
Μετοχή
επεξεργασίαδιατελέσας, -ασα, -αν
- (λόγιο) μετοχή ενεργητικού αορίστου (διετέλεσα) του ρήματος διατελώ: που διατέλεσα, που είχα αυτή την ιδιότητα, το αξίωμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία διατελέσας
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαδιατελέσας, -ασα, -αν