διασωληνωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διασωληνωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διασωληνώνω
Μετοχή
επεξεργασίαδιασωληνωμένος
- (ιατρική) που έχει διασωληνωθεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις διασωληνώνω, διά και σωλήνας