διαρρεύσας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διαρρεύσας | η | διαρρεύσασα | το | διαρρεύσαν |
γενική | του | διαρρεύσαντος | της | διαρρεύσασας & διαρρευσάσης* |
του | διαρρεύσαντος |
αιτιατική | τον | διαρρεύσαντα | τη | διαρρεύσασα | το | διαρρεύσαν |
κλητική | διαρρεύσας | διαρρεύσασα | διαρρεύσαν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διαρρεύσαντες | οι | διαρρεύσασες | τα | διαρρεύσαντα |
γενική | των | διαρρευσάντων | των | διαρρευσασών | των | διαρρευσάντων |
αιτιατική | τους | διαρρεύσαντες | τις | διαρρεύσασες | τα | διαρρεύσαντα |
κλητική | διαρρεύσαντες | διαρρεύσασες | διαρρεύσαντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «κλέψας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαρρεύσας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαρρεύσας
Μετοχή
επεξεργασίαδιαρρεύσας
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαρρεύσας
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαδιαρρεύσας, -ασα, -αν
- μετοχή ενεργητικού αορίστου (διέρρευσα) του ρήματος διαρρέω