↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαρρεύσας η διαρρεύσασα το διαρρεύσαν
      γενική του διαρρεύσαντος της διαρρεύσασας
διαρρευσάσης*
του διαρρεύσαντος
    αιτιατική τον διαρρεύσαντα τη διαρρεύσασα το διαρρεύσαν
     κλητική διαρρεύσας διαρρεύσασα διαρρεύσαν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαρρεύσαντες οι διαρρεύσασες τα διαρρεύσαντα
      γενική των διαρρευσάντων των διαρρευσασών των διαρρευσάντων
    αιτιατική τους διαρρεύσαντες τις διαρρεύσασες τα διαρρεύσαντα
     κλητική διαρρεύσαντες διαρρεύσασες διαρρεύσαντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «κλέψας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαρρεύσας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαρρεύσας

διαρρεύσας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διαρρεύσᾱς διαρρεύσᾱσ τὸ διαρρεῦσᾰν
      γενική τοῦ διαρρεύσᾰντος τῆς διαρρευσᾱ́σης τοῦ διαρρεύσᾰντος
      δοτική τῷ διαρρεύσᾰντ τῇ διαρρευσᾱ́σ τῷ διαρρεύσᾰντ
    αιτιατική τὸν διαρρεύσᾰντ τὴν διαρρεύσᾱσᾰν τὸ διαρρεῦσᾰν
     κλητική ! διαρρεύσᾱς διαρρεύσᾱσ διαρρεῦσᾰν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διαρρεύσᾰντες αἱ διαρρεύσᾱσαι τὰ διαρρεύσᾰντ
      γενική τῶν διαρρευσᾰ́ντων τῶν διαρρευσᾱσῶν τῶν διαρρευσᾰ́ντων
      δοτική τοῖς διαρρεύσᾱσῐ(ν) ταῖς διαρρευσᾱ́σαις τοῖς διαρρεύσᾱσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς διαρρεύσᾰντᾰς τὰς διαρρευσᾱ́σᾱς τὰ διαρρεύσᾰντ
     κλητική ! διαρρεύσᾰντες διαρρεύσᾱσαι διαρρεύσᾰντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διαρρεύσᾰντε τὼ διαρρευσᾱ́σ τὼ διαρρεύσᾰντε
      γεν-δοτ τοῖν διαρρεύσᾰ́ντοιν τοῖν διαρρευσᾱ́σαιν τοῖν διαρρευσᾰ́ντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «νικήσας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

διαρρεύσας, -ασα, -αν