δημοσιοϋπαλληλικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δημοσιοϋπαλληλικός < δημόσιος υπάλληλος / δημοσιοϋπαλληλία + -ικός
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
δημοσιοϋπαλληλικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον δημόσιο υπάλληλο ή τη δημοσιοϋπαλληλία, ανήκει σ’ αυτά ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- δημοσιοϋπαλληλικά
- → δείτε τις λέξεις δημόσιος υπάλληλος, δημόσιος, δήμος, υπάλληλος, υπό και άλλος
Μεταφράσεις επεξεργασία
δημοσιοϋπαλληλικός
|