Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δημοσιοϋπαλληλικός η δημοσιοϋπαλληλική το δημοσιοϋπαλληλικό
      γενική του δημοσιοϋπαλληλικού της δημοσιοϋπαλληλικής του δημοσιοϋπαλληλικού
    αιτιατική τον δημοσιοϋπαλληλικό τη δημοσιοϋπαλληλική το δημοσιοϋπαλληλικό
     κλητική δημοσιοϋπαλληλικέ δημοσιοϋπαλληλική δημοσιοϋπαλληλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δημοσιοϋπαλληλικοί οι δημοσιοϋπαλληλικές τα δημοσιοϋπαλληλικά
      γενική των δημοσιοϋπαλληλικών των δημοσιοϋπαλληλικών των δημοσιοϋπαλληλικών
    αιτιατική τους δημοσιοϋπαλληλικούς τις δημοσιοϋπαλληλικές τα δημοσιοϋπαλληλικά
     κλητική δημοσιοϋπαλληλικοί δημοσιοϋπαλληλικές δημοσιοϋπαλληλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δημοσιοϋπαλληλικός < δημόσιος υπάλληλος / δημοσιοϋπαλληλία + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.mo.si.o.i.pa.li.liˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

δημοσιοϋπαλληλικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία