Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δημοσιοϋπαλληλία οι δημοσιοϋπαλληλίες
      γενική της δημοσιοϋπαλληλίας των δημοσιοϋπαλληλιών
    αιτιατική τη δημοσιοϋπαλληλία τις δημοσιοϋπαλληλίες
     κλητική δημοσιοϋπαλληλία δημοσιοϋπαλληλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δημοσιοϋπαλληλία < δημόσιος υπάλληλος + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δημοσιοϋπαλληλία θηλυκό

  1. η ιδιότητα ή η συμπεριφορά ενός δημοσίου υπαλλήλου
  2. (ειδικότερα) η (κακώς εννοούμενη) νοοτροπία ή συμπεριφορά ενός δημοσίου υπαλλήλου, η έλλειψη διάθεσης για εξυπηρέτηση και προσφορά, το αραλίκι
     συνώνυμα: δημοσιοϋπαλληλίκι

  Μεταφράσεις επεξεργασία