Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλωττίδα οι γλωττίδες
      γενική της γλωττίδας των γλωττίδων
    αιτιατική τη γλωττίδα τις γλωττίδες
     κλητική γλωττίδα γλωττίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλωττίδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γλωττίς από την αιτιατική ενικού «τὴν γλωττίδα». Και για τον τύπο γλωσσίς → δείτε τη λέξη γλωσσίδα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣloˈti.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλωτ‐τί‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλωττίδα θηλυκό

  1. (ανατομία) το άνοιγμα ανάμεσα στις φωνητικές πτυχές
    άλλες μορφές: γλωσσίδα
    → δείτε και επιγλωττίδα
  2. (μουσική) άλλη μορφή του γλωσσίδι
    ※  Πνευστά (αερόφωνα). Λειτουργούν με το φύσημα, την εκπνοή του αέρα από τους ανθρώπινους πνεύμονες. […] Με απλό περιστόμιο: φλάουτο και πίκολο. Με μονή γλωττίδα: κλαρινέτο, μπάσο κλαρινέτο, σαξόφωνο. Με διπλή γλωττίδα: όμποε και αγγλικό κόρνο (κορ ανγκλέ), φαγκότο και κόντρα φαγκότο.
    Μουσική Α΄ Γυμνασίου, χ.χ., κεφάλαιο 4 @ebooks.edu.gr

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

γλωττίδα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)