γλωττίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γλωττίδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γλωττίς από την αιτιατική ενικού «τὴν γλωττίδα». Και για τον τύπο γλωσσίς → δείτε τη λέξη γλωσσίδα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣloˈti.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλωτ‐τί‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγλωττίδα θηλυκό
- (ανατομία) το άνοιγμα ανάμεσα στις φωνητικές πτυχές
- άλλες μορφές: γλωσσίδα
- → δείτε και επιγλωττίδα
- (μουσική) άλλη μορφή του γλωσσίδι
- ※ Πνευστά (αερόφωνα). Λειτουργούν με το φύσημα, την εκπνοή του αέρα από τους ανθρώπινους πνεύμονες. […] Με απλό περιστόμιο: φλάουτο και πίκολο. Με μονή γλωττίδα: κλαρινέτο, μπάσο κλαρινέτο, σαξόφωνο. Με διπλή γλωττίδα: όμποε και αγγλικό κόρνο (κορ ανγκλέ), φαγκότο και κόντρα φαγκότο.
- Μουσική Α΄ Γυμνασίου, χ.χ., κεφάλαιο 4 @ebooks.edu.gr
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία (μουσική)
→ δείτε τη λέξη γλωσσίδι |
Πηγές
επεξεργασία- γλωττίδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- γλωσσίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαγλωττίδα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)