↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γιατρεμένος η γιατρεμένη το γιατρεμένο
      γενική του γιατρεμένου της γιατρεμένης του γιατρεμένου
    αιτιατική τον γιατρεμένο τη γιατρεμένη το γιατρεμένο
     κλητική γιατρεμένε γιατρεμένη γιατρεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γιατρεμένοι οι γιατρεμένες τα γιατρεμένα
      γενική των γιατρεμένων των γιατρεμένων των γιατρεμένων
    αιτιατική τους γιατρεμένους τις γιατρεμένες τα γιατρεμένα
     κλητική γιατρεμένοι γιατρεμένες γιατρεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γιατρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γιατρεύω

γιατρεμένος

  1. που έχει ιαθεί, γιατρευτεί, πουέχει βρει την υγεία του, σωματικά ή ψυχικα
    Η πληγή είναι γιατρεμένη (έχει επουλωθεί)
    Είναι πια γιατρεμένος από την εξάρτηση
    Είναι πια γιατρεμένος από το πάθος του γι' αυτή τη γυναίκα

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία