guéri
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαguéri → δείτε τη λέξη guérir
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | guéri | guéris |
θηλυκό | guérie | guéries |
guéri (fr)
guéri → δείτε τη λέξη guérir
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | guéri | guéris |
θηλυκό | guérie | guéries |
guéri (fr)