↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακοίταχτος η ακοίταχτη το ακοίταχτο
      γενική του ακοίταχτου της ακοίταχτης του ακοίταχτου
    αιτιατική τον ακοίταχτο την ακοίταχτη το ακοίταχτο
     κλητική ακοίταχτε ακοίταχτη ακοίταχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακοίταχτοι οι ακοίταχτες τα ακοίταχτα
      γενική των ακοίταχτων των ακοίταχτων των ακοίταχτων
    αιτιατική τους ακοίταχτους τις ακοίταχτες τα ακοίταχτα
     κλητική ακοίταχτοι ακοίταχτες ακοίταχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακοίταχτος < α στερητικό + κοιτά(ζω) + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ακοίταχτος, η, ο

  1. αφρόντιστος, που δεν έχει πάει σε ειδικό (συνήθως εννοούμενο τον γιατρό) να τον κοιτάξει για να διαπιστώσει τι του συμβαίνει
    αρρώστησε γιατί φρόντιζε τα παιδιά της και η ίδια έμενε ακοίταχτη
  2. για πράγμα που κάποιος παρέλειψε να ελέγξει ενώ θα έπρεπε
    Πολλά χειρόγραφα έμειναν ακοίταχτα και είχαν παραλείψεις

  Μεταφράσεις

επεξεργασία