γειρτός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γειρτός | η | γειρτή | το | γειρτό |
γενική | του | γειρτού | της | γειρτής | του | γειρτού |
αιτιατική | τον | γειρτό | τη | γειρτή | το | γειρτό |
κλητική | γειρτέ | γειρτή | γειρτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γειρτοί | οι | γειρτές | τα | γειρτά |
γενική | των | γειρτών | των | γειρτών | των | γειρτών |
αιτιατική | τους | γειρτούς | τις | γειρτές | τα | γειρτά |
κλητική | γειρτοί | γειρτές | γειρτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γειρτός < γέρνω
Επίθετο επεξεργασία
γειρτός, -ή, -ό και γερτός, -ή, -ό
- που παρουσιάζει κάποια κλίση, που εμφανίζεται στο πλάι
- (για άνθρωπο) που γέρνει, που δεν μπορεί να σταθεί όρθιος
- (για πόρτες και παράθυρα) μισόκλειστος
Μεταφράσεις επεξεργασία
γειρτός
|