βλαισόπους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | βλαισόπους | το | βλαισόπουν | ||
γενική | του/της | βλαισόποδος | του | βλαισόποδος | ||
αιτιατική | τον/τη | βλαισόποδα | το | βλαισόπουν | ||
κλητική | βλαισόπους* | βλαισόπουν* | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | βλαισόποδες | τα | βλαισόποδα | ||
γενική | των | βλαισοπόδων | των | βλαισοπόδων | ||
αιτιατική | τους/τις | βλαισόποδες | τα | βλαισόποδα | ||
κλητική | βλαισόποδες | βλαισόποδα | ||||
* Η κλητική πτώση, σπάνια. Λόγια κλίση όπως στα αρχαία ελληνικά για σύνθετες λέξεις με το πούς. Στην κοινή νεοελληνική, επίθετα σε -ποδος, -η, -ο. | ||||||
Κατηγορία όπως «ταχύπους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βλαισόπους < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βλαισόπους Μορφολογικά αναλύεται σε βλαισ(ός) + -ό- + -πους
Επίθετο
επεξεργασίαβλαισόπους, -ους, -ουν (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) και για την κλίση
- που έχει βλαισοποδία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βλαισόπους
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βλαισόπους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.